29 Ιανουαρίου 2017

Τρίστρατο - Ποιήματα

Τρίστρατο

Οδοιπορώντας χρόνους χαλεπούς,
στα πολυδαίδαλα, γεμάτα ενθυμήσεις
νοητά σου στενορύμια,
θα’ ρθει ξανά το νου σου να στοιχειώσει
‘κείνο το τρίστρατο που σε έφερε στο τώρα.
Τι ευτυχίες σου στέρησε η απόφαση που πήρες!
Αυλές γεμάτες γιασεμιά και στράτες ροδομύριστες.
Κεχριμπαρένια δειλινά, γαλήνιες θάλασσες.
Και ηδονές! Πόσες καινούριες ηδονές!

Τι κρίμα που δεν τά’ ξερες αυτά προτού το δρόμο σου επιλέξεις.
Μα κι αν τον άλλον διάλεγες, σίγουρος να’ σαι,
πως πάλι εδώ θα έφτανες ν’ αναλογίζεσαι τα ίδια.
Αφού ο δρόμος σου σε έφερε ως εδώ.
Τούτον εδιάλεξες κι είναι ο δικός σου δρόμος.
Μα ό,τι κι αν έκανες, όπου κι αν έφτασες,
πάντα θα μοιάζει μαγικός, ο δρόμος που δεν πήρες.

Δημήτρης Βραχιολάς

15 Ιανουαρίου 2017

Στην “Αυτοκράτειρα” - Ποιήματα

Στην “Αυτοκράτειρα”

Εσμούς κολάκων μάζεψες τριγύρω σου “Κυρά” μου.
Σ’ ένα κλουβί χρυσό κλεισμένη
βλέπεις μονάχα όσα θέλουν να σου δείξουν.
Με ψέματα ταΐζουν την ψυχή σου
και σου πουλούν φτιασιδωμένο θαυμασμό κι αγάπη δόλια.
Τους συκοφάντες άφησες το κληροδότημά σου να ορίζουν
και να γελούν σε βάρος σου σαν αποφάσεις παίρνεις ήδη ειλημμένες.
Φέρνουν εμπρός σου γελωτοποιούς να διασκεδάσεις,
και σε κρατούνε ήσυχη πως ο λαός σου ευδαιμονεί και χαίρεται μαζί σου.

Του άξιους τους εξόρισαν. Τους τίμιους τους διέφθειραν.
Και όσους μείνανε, τους κάμανε στη λύπη να λυγίσουν τις ψυχές τους.
Λαό βουβό σου αφήσαν να ορίζεις.
Λαό που άλλοτε κοιτούσε ουρανό και τραγουδούσε 
του ξεριζώσανε το χρώμα απ’ τη ζωή και του σκοτείνιασαν τη σκέψη.
Και στρέψανε, με ψέματα περίτεχνα, τον έναν ενάντια στον άλλον.

Μα όταν θά’ ρθουν οι καιροί και οι κόλακες θα φύγουν,
οι έβενοι και τα χρυσά και τα κασμίρια θα θαμπώσουν
και θ’ απομείνεις μόνη σου να διαφεντεύεις ένα λαό σιωπηλό και γκρίζο.
“Κυρά” μου, για κανένα βασιλιά
οιωνός καλός δεν είναι ο λαός του όταν σωπαίνει.

Δημήτρης Βραχιολάς

Στη χώρα των γιγάντων - Ποιήματα

Στη χώρα των γιγάντων

Σε ζηλευτό ονείρεμα σεργιάνησα στη χώρα των γιγάντων.
Να ξαναδώ τα πλούτη και τη δόξα των αρχαίων εποχών νοστάλγησα
και περιδιάβηκα στις αγορές και στους ναούς,
στα μαυσωλεία, στα παλάτια, στα θέατρα και στα λουτρά.
Τα θαυμαστά επιτεύγματα της τέχνης εθυμήθηκα,
της επιστήμης, της ιστορίας και της πολιτικής.
Εκεί, πίσω στα χρόνια που γεννιότανε το γένος των ανθρώπων,
στέκονται οι πόλεις των γιγάντων, με κλέος απαράμιλλο και σιγουριά
πως μνήμη λαμπρή θα μείνουνε στο πέρασμα των χρόνων.

Ξέρανε οι γίγαντες, πως ό,τι ανατέλλει, λάμπει, και δημιουργεί,
θα’ρθει ο καιρός που θα χαθεί και θα σωπάσει.
Πως η βροχή, σιγά-σιγά, θα τις χαλάσει τις γραφές
και ο αέρας θα θαμπώσει το χαλκό και θα σκουριάσει.
Ξέρανε οι γίγαντες, πριν φύγουνε, πως θάλασσες νέες θά’ρθουνε 
και θα λαξέψουνε στο βράχο άλλους θεούς, καινούριους.

Φύγαν’ οι γίγαντες κι αφήσανε στον άνθρωπο κληρονομιά τρανή και μνήμη.
Για να θυμάται από πού έρχεται και να γνωρίζει που πηγαίνει.
Για να μετράει τη ζωή σωστά,
να χαίρεται και να διαβαίνει τους καιρούς με υπερηφάνεια.
Μα αυτό που δεν ήξεραν οι γίγαντες
ήταν πως ο άνθρωπος δεν γνώριζε τη μνήμη να κρατάει.
Κι η υπερηφάνεια δίχως μνήμη δε βρίσκει χώμα να ριζώσει.

Κι έτσι ξεχάστηκαν οι γίγαντες.
Οι πόλεις τους μαράζωσαν και χάθηκαν στη λήθη.
Κι ο άνθρωπος παλεύει πλέον μοναχός
ν’ ανακαλύψει απ’ την αρχή το θαύμα των γιγάντων.
Μα δίχως μνήμη, δεν μπορεί.
Στα ίδια λάθη πέφτουν οι γενιές
και προσπαθούνε να κάνουνε τα πράγματα αλλιώς.
Κι όσο αλλάζουνε, τόσο λαθεύουνε.

Από τον ύπνο το βαθύ τούτης της νύχτας, αν ξυπνήσω.
Τους γίγαντες θα προσπαθήσω να θυμάμαι κι όσα μου δίδαξαν.
Και θα μετράω τη ζωή υπερήφανα, όπως της πρέπει!
Μνήμες λαμπρές μα ξεχασμένες να φέρω πίσω στη ζωή.
Κι αν έτσι ζήσω, μπορεί οι γίγαντες να ξαναρθούν
και να γενεί πάλι καλό το γένος των ανθρώπων.

Δημήτρης Βραχιολάς

Περιμένοντας τους Bαρβάρους - Ποιήματα

Περιμένοντας τους Bαρβάρους

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.


Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

14 Ιανουαρίου 2017

Όνειρα δάκρυα - Ποιήματα

Όνειρα - δάκρυα

Σαν ψυχοράισμα μιας ηδονής περαστικής,
μιας αύρας πρωινής ανάσα,
ανεπαισθήτως πέρασε της νιότης μου ο χρόνος.
Εκείνα τα όνειρα που έκανα μικρός,
παλιννοστούν αγέραστα και λαμπυρίζουν στη ματιά.
Μ’ απόγνωση κυλούνε στ’ ακρομάγουλα,
ξέροντας πια πως πλήρωση δε θά’ βρουν.

Δημήτρης Βραχιολάς

Ποιητική - Ποιήματα

Ποιητική

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Μανώλης Αναγνωστάκης

Ιθάκη - Ποιήματα

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Άρνηση - Ποιήματα

Άρνηση

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή, 
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Γεώργιος Σεφέρης

Αλμπατρος - Ποιήματα

Αλμπατρος

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
 που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

 Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ' ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ' αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
 να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

 Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ' ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

 Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ' αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ' στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

Σαρλ Μπωντλαίρ
μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας

Ματαίως

Ματαίως 

Ματαίως ψάχνω να βρω την Ελλάδα που μεγάλωσα. Την Αθήνα που γεννήθηκα, όταν δεν κλείδωνε τις πόρτες της τα βράδια. Τη Φωκίωνος Νέγρη που σεργιάνισα παρέα με τους φίλους μου όταν έσφυζε από ζωή, τότε που τους ήξερα όλους.

Ματαίως ψάχνω να βρω ξανά τη χώρα που με ανάθρεψε, χωρίς αντισηπτικά, με σκισμένα παντελόνια και ματωμένα γόνατα. Όταν μέναμε έως αργά παίζοντας, χωρίς να φοβάται κανείς αν θα μας απαγάγουν για να ζητήσουν λύτρα ή να μας κλέψουν όργανα.

Ματαίως ψάχνω νά’ βρω εκείνους τους φίλους, τους παλιούς, που σ’ αγαπούσανε χωρίς αντάλλαγμα, που σου στεκόντουσαν όταν πονούσες. Κείνους, που ανέμελα τους έλεγες όλα σου τα μυστικά και δεν τα φανερώνανε ποτέ.

Ματαίως ψάχνω. Τη χώρα εκείνη που η δημοκρατία σήμαινε κάτι. Σήμαινε δικαίωμα ιερό αλλά και υποχρέωση να προστατεύεις τη δική σου ελευθερία μα και του άλλου, να λέγει δίχως να φοβάται ότι πιστεύει.

Ψάχνω. Αλλά δε βρίσκω εκείνους τους ήρωες που παλέψανε για μένα και μου δώσανε το δικαίωμα να σκέφτομαι. Κείνους που μου μάθανε να βλέπω κι όχι να κοιτάω. Κείνους που δουλεύανε δυο και τρεις δουλειές για να τα φέρουν βόλτα.

Δε βρίσκω πια τη μουσική μεσ’ στη ζωή μου. Κείνους τους ήχους που σε κάνανε να αναριγάς και να πιστεύεις ότι κρατάς όλον τον κόσμο στην παλάμη σου ή κάποιους άλλους που τους άκουγες και αναστενάζοντας αναρωτιόσουν αν θα έρθει κάποτε ο καιρός εκείνα τα δυο κόκκινα χείλη να φιλήσεις.

Δεν βλέπω πια την Ελλάδα εκείνη που σεβόμουνα και με σεβότανε. Που μ’ έκανε περήφανο που ήμουν παιδί της.

Πού πήγανε τη χώρα μου; Την πόλη μου; Τους φίλους μου; Τη μουσική;

Δεν είναι ο τόπος μου αυτός. Δεν είναι τούτοι οι άνθρωποί μου.


Δημήτρης Βραχιολάς